τιμημένα

τιμημένα
τῑμημένᾱ , τιμάω
honour
perf part mp fem nom/voc/acc dual
τῑμημένᾱ , τιμάω
honour
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
τῑμημένᾱ , τιμάω
honour
pres part mp fem nom/voc/acc dual
τῑμημένᾱ , τιμάω
honour
pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μιλώ — έω και άω 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει») 2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία») 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον 4. εκφωνώ λόγο 5. γνωρίζω μια… …   Dictionary of Greek

  • σπιτικός — ή, ό, Ν [σπίτι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι 2. αυτός που παρασκευάζεται στο σπίτι, σπιτήσιος («σπιτικά γλυκά») 3. αυτός που ανήκει στην ίδια οικογένεια, συγγενικός 4. το ουδ. ως ουσ. το σπιτικό α) οικογένεια (α. «είναι από παλιό… …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”